Κόνκορντ

Κόνκορντ
(Concord). Ονομασία τεσσάρων πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πόλη (121.780 κάτ. το 2000) στη δυτική Καλιφόρνια, ΒΑ της πόλης Μπέρκλεϊ. Είναι ανατολικό προάστιο στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Διαθέτει διυλιστήρια πετρελαίου καθώς και βιομηχανίες ηλεκτρονικών. 2. Πόλη (40.687 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της πολιτείας Νιου Χαμσάιρ, στον ποταμό Μέριμακ. Ιδρύθηκε το 1725-27 και αργότερα απέκτησε τη σημερινή της ονομασία (1765). Ορίστηκε πρωτεύουσα της πολιτείας το 1808, ενώ η κατασκευή του καναλιού Μίντλεσεξ έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της πόλης. 3. Πόλη (55.977 κάτ. το 2000) στη Βόρεια Καρολίνα. Στην περιοχή της υπήρξαν άλλοτε αξιόλογα χρυσωρυχεία. Σήμερα είναι κέντρο υφαντουργίας, ενώ παράλληλα διαθέτει βιομηχανίες πλαστικών ειδών, κατασκευαστικών υλών, χαρτιού, τροφίμων και οπτικών ινών. 4. Πόλη (16.993 κάτ. το 2000) στη Μασαχουσέτη. Είναι χτισμένη στον ομώνυμο ποταμό, ΒΔ της Βοστόνης. Η πόλη χρονολογείται από το 1635. Κοντά της βρίσκεται το πεδίο της μάχης του Λέξινγκτον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Άλκοτ, Έιμος Μπρόνσον — (Amos Bronson Alcott, 1799 – 1888). Αμερικανός παιδαγωγός και φιλόσοφος. Αρχικά ήταν έμπορος, αλλά πολύ σύντομα στράφηκε στην εκπαίδευση και ίδρυσε ιδιωτικό σχολείο στην ιδιαίτερή του πατρίδα Γουόλκοτ, στην πολιτεία του Κονέκτικατ. Η φήμη του ως… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Νιου Χαμσάιρ — (New Hampshire). Πολιτεία (24,032 τ. χλμ., 1.259.181 κάτ. το 2001) των βορειοανατολικών ΗΠΑ στο διαμέρισμα της Νέας Αγγλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα ΝΑ και συνορεύει με τον Καναδά στα Β και με τις ομόσπονδες Πολιτείες Μέιν στα Α,… …   Dictionary of Greek

  • Έμερσον, Ραλφ Γουόλντο — (Ralph Waldo Emerson, Βοστόνη 1803 – Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1882). Αμερικανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Ήταν γιος ιερέα της Ενωτικής Εκκλησίας. Σπούδασε θεολογία στο Χάρβαρντ και κατέλαβε εκκλησιαστικό αξίωμα το 1829. Το 1832, όμως,… …   Dictionary of Greek

  • Θόροου, Χένρι Ντέιβιντ — (Henry DavidThoreau, Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1817 – 1862). Αμερικανός συγγραφέας. Απόφοιτος του Χάρβαρντ, υπήρξε θαυμαστής και μαθητής του Έμερσον και ένας από τους επιφανέστερους οπαδούς του υπερβατικού ιδεαλισμού. Ύστερα από ένα διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • Πιρς, Φράνκλιν — (Pierce, 1804 – 1869). Πρόεδρος των HΠΑ. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου με επιτυχία αλλά τελικά προτίμησε να ασχοληθεί με την πολιτική ως μέλος του Δημοκρατικού κόμματος. Σε πολύ σύντομο διάστημα έγινε γνωστός στις ΗΠΑ, κυρίως χάρη στη… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • Γουντ, Ρόμπερτ Γουίλιαμ — (Robert William Wood, Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1868 – Αμίτιβιλ, Νέα Υόρκη 1955).Αμερικανός φυσικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1891, ενώ το 1897 διορίστηκε επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν και το 1901 …   Dictionary of Greek

  • Λάιτχιλ, Μάικλ Τζέιμς — (Michael James Lighthill, Παρίσι 1924 – Σαρκ, Νησιά Τσάνελ 1998). Άγγλος μαθηματικός και ερευνητής. Αποφοίτησε από τη μαθηματική σχολή του Trinity College, στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (1943). Το 1946 ξεκίνησε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Ουάσινγκτον, Τζορτζ — (George Washington, Μπρίτζες Κρηκ, Βιρτζίνια 1732 – Μάουντ Βέρνον 1799). Πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια Άγγλων αποίκων. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 11 ετών. Έκανε μάλλον μέτριες σπουδές και δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”