Άλκοτ, Έιμος Μπρόνσον — (Amos Bronson Alcott, 1799 – 1888). Αμερικανός παιδαγωγός και φιλόσοφος. Αρχικά ήταν έμπορος, αλλά πολύ σύντομα στράφηκε στην εκπαίδευση και ίδρυσε ιδιωτικό σχολείο στην ιδιαίτερή του πατρίδα Γουόλκοτ, στην πολιτεία του Κονέκτικατ. Η φήμη του ως… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Νιου Χαμσάιρ — (New Hampshire). Πολιτεία (24,032 τ. χλμ., 1.259.181 κάτ. το 2001) των βορειοανατολικών ΗΠΑ στο διαμέρισμα της Νέας Αγγλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα ΝΑ και συνορεύει με τον Καναδά στα Β και με τις ομόσπονδες Πολιτείες Μέιν στα Α,… … Dictionary of Greek
Έμερσον, Ραλφ Γουόλντο — (Ralph Waldo Emerson, Βοστόνη 1803 – Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1882). Αμερικανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Ήταν γιος ιερέα της Ενωτικής Εκκλησίας. Σπούδασε θεολογία στο Χάρβαρντ και κατέλαβε εκκλησιαστικό αξίωμα το 1829. Το 1832, όμως,… … Dictionary of Greek
Θόροου, Χένρι Ντέιβιντ — (Henry DavidThoreau, Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1817 – 1862). Αμερικανός συγγραφέας. Απόφοιτος του Χάρβαρντ, υπήρξε θαυμαστής και μαθητής του Έμερσον και ένας από τους επιφανέστερους οπαδούς του υπερβατικού ιδεαλισμού. Ύστερα από ένα διάστημα… … Dictionary of Greek
Πιρς, Φράνκλιν — (Pierce, 1804 – 1869). Πρόεδρος των HΠΑ. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου με επιτυχία αλλά τελικά προτίμησε να ασχοληθεί με την πολιτική ως μέλος του Δημοκρατικού κόμματος. Σε πολύ σύντομο διάστημα έγινε γνωστός στις ΗΠΑ, κυρίως χάρη στη… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
Γουντ, Ρόμπερτ Γουίλιαμ — (Robert William Wood, Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1868 – Αμίτιβιλ, Νέα Υόρκη 1955).Αμερικανός φυσικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1891, ενώ το 1897 διορίστηκε επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν και το 1901 … Dictionary of Greek
Λάιτχιλ, Μάικλ Τζέιμς — (Michael James Lighthill, Παρίσι 1924 – Σαρκ, Νησιά Τσάνελ 1998). Άγγλος μαθηματικός και ερευνητής. Αποφοίτησε από τη μαθηματική σχολή του Trinity College, στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (1943). Το 1946 ξεκίνησε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Ουάσινγκτον, Τζορτζ — (George Washington, Μπρίτζες Κρηκ, Βιρτζίνια 1732 – Μάουντ Βέρνον 1799). Πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια Άγγλων αποίκων. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 11 ετών. Έκανε μάλλον μέτριες σπουδές και δεν… … Dictionary of Greek